Μία νέα, καθηλωτική προδημοσίευση από το πολυαναμενόμενο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, «Ιθάκη», φέρνει στο φως μία από τις πιο δραματικές στιγμές των διαπραγματεύσεων του 2015. Το απόσπασμα, με τίτλο «Η Μέρκελ άφωνη», περιγράφει λεπτομερώς τη στιγμή που ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεσή του να διεξαγάγει δημοψήφισμα, αιφνιδιάζοντας πλήρως την Γερμανίδα Καγκελάριο και πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου αγωνία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η αμηχανία της Μέρκελ και οι αρχικές υποψίες
Όλα ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής. Ο Αλέξης Τσίπρας, κρατώντας σιγή ιχθύος και αρνούμενος να πάρει τον λόγο κατά την παρουσίαση του τελεσιγράφου των Θεσμών, προκάλεσε την έντονη ανησυχία της Άνγκελα Μέρκελ. Με την ιδιαίτερη συναισθηματική της ευφυΐα, αντιλήφθηκε πως η σιωπή αυτή δεν ήταν τυχαία. Πλησίασε τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον ρώτησε απευθείας: «Αλέξη, γιατί δε μιλάς;».
Η απάντηση του Τσίπρα, «Αφού τα είπε όλα ο Ντόναλντ, τι να πω εγώ;», ήταν μόνο η αρχή ενός διπλωματικού παιχνιδιού. Η Μέρκελ, ανήσυχη, επανήλθε, ρωτώντας τον για τις προθέσεις του και αν θα αποδεχόταν την πρόταση. Ο Τσίπρας, διατηρώντας την ψυχραιμία του, απάντησε πως χρειαζόταν συνεδρίαση Υπουργικού Συμβουλίου στην Αθήνα και υποσχέθηκε να την ενημερώσει τηλεφωνικά το ίδιο βράδυ, μαζί με τον Φρανσουά Ολάντ.
Η ανακοίνωση που άλλαξε τα δεδομένα
Οι ανησυχίες της Μέρκελ εντάθηκαν μετά τις δηλώσεις του Τσίπρα κατά την έξοδό του από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου τόνισε πως οι αρχές της Ε.Ε. δεν βασίζονται σε «εκβιασμούς και τελεσίγραφα». Το ίδιο βράδυ, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τη Μέρκελ και τον Ολάντ, ο Τσίπρας, με απόλυτη ηρεμία, τους ανακοίνωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου:
«Συζητήσαμε τη δυσκολία να ψηφίσει η Βουλή την πρόταση των Θεσμών και αποφασίσαμε να ζητήσουμε από το Eurogroup μια σύντομη επέκταση μερικών ημερών για να αποφασίσει πρώτα ο ελληνικός λαός στις 5 Ιουλίου. Είναι κάτι που σας είχα υπαινιχθεί στις πρόσφατες συζητήσεις μας στις Βρυξέλλες. Ο λαός είναι κυρίαρχος να αποφασίσει και η απόφασή του ίσως μας δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσουμε μπροστά…»
Η αντίδραση στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν απόλυτη σιωπή. Η Μέρκελ, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, τον ρώτησε ευθέως αν θα πρότεινε «ΝΑΙ» στον ελληνικό λαό. Η απάντηση του Τσίπρα ήταν ξεκάθαρη: «Δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω από τον ελληνικό λαό να εγκρίνει μια πρόταση που τη θεωρώ αδιέξοδη και άδικη. Όποια κι αν είναι η απόφασή του λαού, πάντως, θα τη σεβαστώ». Τότε, όπως περιγράφεται χαρακτηριστικά, «Η Μέρκελ έμεινε άφωνη».
Διπλωματικός πυρετός και η πρωτοβουλία Ολάντ
Η αναγγελία του δημοψηφίσματος λειτούργησε ως καταλύτης. Ξαφνικά, άρχισαν έντονες προσπάθειες για την εξεύρεση μιας «έντιμης συμφωνίας». Ο Γάλλος Πρόεδρος Ολάντ ανέλαβε πρωτοβουλία, με τον Εμανουέλ Μακρόν, τότε Υπουργό Οικονομίας, να επικοινωνεί με τον Γιάνη Βαρουφάκη. Ο ίδιος ο Ολάντ συνομίλησε με τον Τσίπρα, προσπαθώντας να διερευνήσει περιθώρια λύσης πριν το δημοψήφισμα. Ο Τσίπρας τον διαβεβαίωσε πως το δημοψήφισμα δεν αποσκοπούσε στη ρήξη, αλλά αποτελούσε συνέχεια της διαπραγμάτευσης με διαφορετικούς όρους.
Οι διαβουλεύσεις μεταξύ Γάλλων, Ελλήνων και Κομισιόν, με κεντρικό ρόλο τον Πιερ Μοσκοβισί, οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας νέας πρότασης. Η πρόταση αυτή, βασισμένη στην επικαιροποιημένη πρόταση Γιούνκερ με τέσσερις αλλαγές, περιείχε πλέον τη θέση για κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για την επόμενη διετία και, το σημαντικότερο, δέσμευση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η αμετάκλητη στάση Μέρκελ και ο αντίκτυπος του δημοψηφίσματος
Αξιοποιώντας τα νέα δεδομένα, η ελληνική πλευρά κατέθεσε επισήμως αίτημα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για νέο διετές πρόγραμμα βοήθειας, συνοδευόμενο από αναδιάρθρωση χρέους. Ωστόσο, η πρωτοβουλία Ολάντ έπεσε στο κενό. Η Άνγκελα Μέρκελ, με τον Σόιμπλε να την «επιτηρεί», δήλωσε δημοσίως και στον Τσίπρα τηλεφωνικά ότι δεν θα υπάρξουν νέες διαπραγματεύσεις πριν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Το Eurogroup, παρά την υποστήριξη της Γαλλίας και άλλων χωρών, αποφάσισε την αναβολή οποιασδήποτε απόφασης.
Παρά τις εξελίξεις, ο Αλέξης Τσίπρας υπογραμμίζει πως «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Οι πυρετώδεις διεργασίες και μόνο η αναγγελία του δημοψηφίσματος λειτούργησαν ως καταλύτης, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης υπό καλύτερους όρους την επόμενη ημέρα, με την προϋπόθεση, βεβαίως, της νίκης του «Όχι».
